- ηδύκαρπος
- ἡδύκαρπος, -ον (Α)αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύ-καρπος, ξηρό-καρπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡδύκαρπον — ἡδύκαρπος with sweet fruit masc/fem acc sg ἡδύκαρπος with sweet fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβοκάντο — Καρπός του δέντρου του γνωστού με την επιστημονική ονομασία περσέα η αμερικανική ή περσέα η ηδύκαρπος. * * * το (Boταν.) κοινή ονομασία αείφυλλου δέντρου, γνωστού και με το όνομα βουτυρόδεντρο (βοτανική ονομασία: Persea americana τού γένους… … Dictionary of Greek
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek